φαρμακοτρίπτης

φαρμακοτρίπτης
φαρμακο-τρίπτης, , u. φαρμακο-τρίβης, , u. φαρμακό-τριψ, ιβος, ὁ, der φάρμακα reibt u. zubereitet, gew. ein Sklave des φαρμακοπώλης

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαρμακοτρίπτης — ὁ, Α βλ. φαρμακοτρίφτης …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοτρίπται — φαρμακοτρίπτης masc nom/voc pl φαρμακοτρίπτᾱͅ , φαρμακοτρίπτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακοτρίφτης — ο / φαρμακοτρίβης και φαρμακοτρίπτης, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) κατώτερος υπάλληλος φαρμακείου που ασχολούνταν με το τρίψιμο τών φαρμακευτικών υλών 2. σκωπτικός χαρακτηρισμός φαρμακοποιού αρχ. δούλος φαρμακοπώλης ο οποίος έτριβε και παρασκεύαζε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”